Sunday, October 29, 2006
Saturday, October 28, 2006
Κοκκινο σαν αγαπη
Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Τα ματια μου πέσανε πάνω του κι ήταν αδύνατο να δούνε οτιδήποτε άλλο γύρω. Ξεχώριζε. Ξεχώριζε από μακριά. Μαγνήτιζε το βλέμμα μου. Ήταν το κόκκινο που ίσως έλλειπε από τη ζωή μου. Δε μιλούσε, μα χόρευε στους ρυθμούς του ανεμου. Και όσο πλησίαζα το άρωμα του όλο και πιο δυνατό. Κατάλαβε πως μου άρεσε. Μ' άφησε να κάθομαι και να κοιτάω καθώς συνέχιζε το χορό του σχεδόν αυτάρεσκα. Κι ήταν λες και το χε βάλει σκοπό όχι μόνο να με εντυπωσιάσει, μα να κερδίσει και την αγάπη μου μαζί. Κι ένα χαμόγελο ήρθε κι έκατσε στα χειλη μου. Φύτρωσε ετσι από το πουθενά κι αυτό.
Δε μου ζήτησε τίποτα. Άνθισε στον κήπο μου από μόνο του. Δεν το πότισα ούτε το φρόντισα ποτέ. Δεν είχα προσέξει καν πως υπάρχει, μέχρι τη μέρα που αποφάσισε να μου χαρίζει το πιο όμορφο κόκκινο κάθε που ανοίγω την πόρτα μου. Έτσι, δίχως αντάλλαγμα, διχως να μου ζητά τίποτα. Έτσι..
Έγινε το λουλούδι μου. Κι εγώ είπα να παίξω για λίγο τον Μικρό Πρίγκηπα..
Όλα είναι δρόμος..
Θα φεύγω. Πάντα θα φεύγω. Από τόπους που δε με χωράνε πια, από δουλειές που δε με ευχαριστούν πια, από ανθρώπους που δε με γεμίζουν πια. Θα φεύγω, και θα είμαι στο δρόμο συνέχεια. Σε μια βαλίτσα όλα θα τα έχω. Ρούχα, εμπειρίες κι αναμνήσεις. Άλλοτε γλυκές, άλλοτε πικρές, δεν έχει σημασία. Δικές μου θα είναι όλες και θα τις αγαπάω το ίδιο. Θα φεύγω. Κι αν θέλεις να με βρεις να ξέρεις πως θα έχω πάρει το πρώτο τρένο που πέρασε από μπροστά μου στον πιο κοντινό σταθμό. Παράθυρο θα κάθομαι πάντα και θα κοιτάω έξω. Να βλέπω ό,τι αφήνω πίσω μου, να βλέπω ό,τι έρχεται να με βρει. Θα φεύγω για να είμαι καλά. Θα φεύγω για να μπορώ πάντοτε να είμαι εγώ.
Sunday, October 22, 2006
Ένα λαμπάκι πάνω απ΄την Υδρόγειο
Θα φέρω γύρες την υδρόγειο σήμερα, όπως δε μπόρεσα χθες βράδυ. Θα σε πάρω απ' το χέρι να πάμε να δούμε πώς είναι η θάλασσα στο Πράσινο Ακρωτήρι. Από κει θα πάμε ως την Κορέα, να χορέψουμε το τελευταίο βαλς. Κι όταν η πίστα αδειάσει, ίσα με την Ιταλία θα σε πάω για το τελευταίο φιλί. Στη Σουηδία θα βρεθούμε να αναρωτιόμαστε τι είναι αληθινό και τι όχι. Και λίγο πριν ξημερώσει και πάλι, το ταξίδι θα τελειώσει κάπου στη Γαλλία.
Κι από αύριο, θα αρχίσω να σκαρώνω το επόμενο.
(κλικ στα μπλε γράμματα)
Friday, October 20, 2006
Πρωινή Διαδρομή
Λεωφορείο διπλό κάθε πρωί για το πανεπιστήμιο. Η θέση μου πάντοτε πάνω, μπροστα μπροστά, στο τζάμι. Το ‘μπαλκόνι’ μου. Αυτή η μισάωρη διαδρομή από κει πάνω κάθε πρωί έχει κάτι το ιδιαίτερο. Είναι η ώρα που μπορώ να κοιτάω τα σύννεφα, να βρίσκομαι λίγο πιο κοντά τους και να ονειρεύομαι με τα μάτια ανοιχτά όταν το μυαλό μου δεν έχει προλάβει ακόμη να ξυπνήσει. Είναι η ώρα που μαζεύονται οι σκέψεις και μπαίνουν στη σειρά όταν το μυαλό χτυπά υπερωρίες. Μαζεύονται, παίρνουν μορφή και γίνονται λέξεις στο μικρό τετραδιάκι. Να, όπως τώρα.
Μα κουνάει αρκετά εδώ πάνω. Και τα γράμματα μου δύσκολο να τα διαβάσεις. Γραμμές τραβιούνται δεξιά κι αριστερά απότομα. Γραμμές που δεν τις διάλεξα, έρχονται και με βρίσκουν από μόνες τους. Διεκδικούν με θράσσος μια θέση ανάμεσα στις λέξεις μου.
Βρέχει σήμερα. Το τζάμι έχει θολώσει. Κοιτώντας έξω την ελαφρώς παραποιημένη πραγματικότητα, σκέφτομαι πόσο αληθινή είναι άραγε η δική μου. Απλώνω το χέρι και σκουπίζω λίγο με την παλάμη μου ένα μικρό κομματάκι τζάμι εμπρός μου. Για να δω λίγο καλύτερα, λίγο πιο καθαρά. Το τζάμι καθαρίζει λίγο από μέσα, μα οι σταγόνες της βροχής είναι ακομη εκεί, στην έξω πλευρά του, συνεχιζοντας να αλλοιώνουν την εικόνα που φτάνει στα μάτια μου. Το μόνο που άλλαξε είναι η παλάμη μου, που έμεινε υγρή και παγωμένη. Πόσες σταγόνες θα πρέπει να σκουπίσω για να βρω την αλήθεια μου? Τα χέρια μου θα αντέξουνε στο κρύο?
Που και που ο ήλιος που καταφέρνει να ξεφύγει από τα σύννεφα παίζει για λίγο με τα μάτια μου. Τα κλείνω. Είναι πρωί και δεν μπορώ το τόσο φως. Με τυφλώνει και δε βλέπω τιποτα. Τουλάχιστον όταν κλείνω τα μάτια βλέπω οτι θέλω εγώ..
Παρόλη τη φασαρία, το πράσινο της διαδρομής καταφέρνει συνήθως να με ηρεμίσει. Έχω μάθει να κλείνω τα αυτιά μου και να απομονώνομαι. Αν σε κάτι είμαι καλή, είναι σ’αυτό. Στο να χτίζω τοίχους γύρω μου και να μένω με τον εαυτό μου.
Φτάσαμε κιόλας.. Φρένο. Η πόρτα ανοίγει. Στη σειρά για την έξοδο. Το απόγευμα πάλι..
Μπλουμ
Καιρός για μια βουτιά στα βαθιά. Όσο πιο μέσα μου μπορώ. Μήπως και καταφέρω να βρω τι μου φταίει.
Μη φύγεις. Μείνε να με τραβήξεις πάνω αν δεις πως αργώ εκεί κάτω.
Αν ξεμείνω από αέρα, θα μου δώσεις λίγο από τον δικό σου..?
Μη φύγεις. Μείνε να με τραβήξεις πάνω αν δεις πως αργώ εκεί κάτω.
Αν ξεμείνω από αέρα, θα μου δώσεις λίγο από τον δικό σου..?
Sunday, October 15, 2006
Saturday, October 14, 2006
Thursday, October 12, 2006
Sunday, October 08, 2006
.
Wednesday, October 04, 2006
Σταγόνες μέλι στην άκρη της γλώσσας
Θυμάσαι που όταν ήμασταν μικρά κι άνθιζε το αγιόκλημα στην αυλη, πηγαίναμε και μαζεύαμε τα άσπρα και πορτοκαλί ανθάκια του? Θυμάσαι που κόβαμε το κάτω μέρος τους και τραβώντας προσεκτικά τον ανθήρα γευόμασταν το νέκταρ που μαζευόταν στην άκρη του? Μια τόση δα σταγόνα στην άκρη της γλώσσας μας. Κι όμως, τόση γλύκα! Και θέλαμε συνέχεια κι άλλα, κι άλλα, μα ήταν ψηλά και δεν τα φτάναμε. Ή μάλλον, εμείς ήμασταν μικροί..
Και τώρα? Τώρα το αγιόκλημα δεν υπάρχει. Τη γεύση απ΄το νεκταρ του όμως ακόμη την έχω στο στόμα. Μου τη θυμίζουν λέξεις εδώ κι εκεί γραμμένες. Πώς γίνεται οι λέξεις να ‘χουν γεύση? Πώς μπορεί να βγάζουν τόση γλύκα μερικά γράμματα ζωγραφισμένα στη σειρά?
Κόβεις ανθάκι και τραβάς. Το ακουμπάς στη γλώσσα μου. Γίνεται λέξη και στάζει μέλι. Κόβω άλλο ένα και στο δίνω. Έτσι, να σε γλυκάνω.
Και να γινόταν να μπορούσαμε να φτάσουμε και τ’αλλα, τα ψηλά..! Γιατί από τότε ξέραμε πως είναι πιο γλυκά εκείνα. Τα λούζει ο ήλιος και γελούν και η χαρά τους τα γλυκαίνει. Μα ξέρουμε καλά πως κάτι τέτοιο δε μπορεί να γίνει. Όχι γιατί είναι ψηλά πολύ, μα ίσως γιατί ακόμη δεν καταφέραμε να μεγαλώσουμε αρκετα..
Και τώρα? Τώρα το αγιόκλημα δεν υπάρχει. Τη γεύση απ΄το νεκταρ του όμως ακόμη την έχω στο στόμα. Μου τη θυμίζουν λέξεις εδώ κι εκεί γραμμένες. Πώς γίνεται οι λέξεις να ‘χουν γεύση? Πώς μπορεί να βγάζουν τόση γλύκα μερικά γράμματα ζωγραφισμένα στη σειρά?
Κόβεις ανθάκι και τραβάς. Το ακουμπάς στη γλώσσα μου. Γίνεται λέξη και στάζει μέλι. Κόβω άλλο ένα και στο δίνω. Έτσι, να σε γλυκάνω.
Και να γινόταν να μπορούσαμε να φτάσουμε και τ’αλλα, τα ψηλά..! Γιατί από τότε ξέραμε πως είναι πιο γλυκά εκείνα. Τα λούζει ο ήλιος και γελούν και η χαρά τους τα γλυκαίνει. Μα ξέρουμε καλά πως κάτι τέτοιο δε μπορεί να γίνει. Όχι γιατί είναι ψηλά πολύ, μα ίσως γιατί ακόμη δεν καταφέραμε να μεγαλώσουμε αρκετα..
Subscribe to:
Posts (Atom)