Περνούσαν οι εικόνες έξω από το παράθυρο, τρέχαν. Αυτός με τη μούρη κολλημένη στο τζάμι προσπαθούσε ακόμη να καταλάβει αν ήταν τα σπίτια, τα βουνά, τα δέντρα που τρέχουν μακριά του ή ο ίδιος που απομακρύνεται χωρίς καν να κάνει βήμα. Αυτή χαμένη στις σελίδες του βιβλίου της. Χαμένη. Έκανε πως διάβαζε. Στην πραγματικότητα οι σκέψεις της ήταν μίλια μακριά, τρέχαν κι αυτές όπως οι εικόνες έξω από το παράθυρο.
Γυρνώντας το κεφάλι, το βλέμμα του έπεσε πάνω στο βιβλίο της. ‘Ντομάτα με γεύση μπανάνας’ . Το μάζεψε βιαστικά, δεν ήθελε να ενοχλήσει. Μα πριν προλάβει να το μαζέψει, το δικό της είχε πέσει ήδη στη μικρή καφέ κλωστή που κρεμόταν από τη φόδρα του σακακιού του. Ξεφεύγουν οι κλωστές καμιά φορά, μόνο και μόνο για να βρεθεί κάποιος να τις τραβήξει. Κάποιος που δε θα φοβηθεί να δει να ξηλώνεται μπροστά του όλο το περιτύλιγμα, κάποιος που δε θα φοβηθεί να δει την ξεγυμνωμένη αλήθεια εμπρός του.
Γυρνώντας το κεφάλι, το βλέμμα του έπεσε πάνω στο βιβλίο της. ‘Ντομάτα με γεύση μπανάνας’ . Το μάζεψε βιαστικά, δεν ήθελε να ενοχλήσει. Μα πριν προλάβει να το μαζέψει, το δικό της είχε πέσει ήδη στη μικρή καφέ κλωστή που κρεμόταν από τη φόδρα του σακακιού του. Ξεφεύγουν οι κλωστές καμιά φορά, μόνο και μόνο για να βρεθεί κάποιος να τις τραβήξει. Κάποιος που δε θα φοβηθεί να δει να ξηλώνεται μπροστά του όλο το περιτύλιγμα, κάποιος που δε θα φοβηθεί να δει την ξεγυμνωμένη αλήθεια εμπρός του.
Έτσι κι έγινε. Τραβώντας την κλωστή σιγά σιγά, λέξη στη λέξη, κόμπο στον κόμπο, η αλήθεια ξεπρόβαλε δειλά. Λες κι ομορφαίνουν οι αλήθειες σαν τις μοιράζεσαι. Λες κι ομορφαίνουν οι άνθρωποι σαν γίνονται αληθινοί. Λες και κοιτώντας τον κόσμο τόσο καιρό από το μικρό παράθυρο του μπάνιου που βλέπει στον φωταγωγό ξάφνου ανοίγεις τις μπαλκονόπορτες και βγαίνεις στη βεράντα και σε λούζει ο ήλιος. Και δε φοβάσαι μη σε κάψει. Δε φοβάσαι γιατί κατά βάθος θέλεις να καείς. Περιμένεις μοναχά να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος. Όχι αυτός που θα σε κάψει. Αυτός που δε χρειάζεται να πεις πολλά γιατί τα ξέρει όλα. Όχι γιατί είναι ξερόλας, μα γιατί ξέρει να διαβάζει τις αλήθειες στα μάτια, γιατί ξέρει να τραβά κλωστές, να τραβά σιγά σιγά, όσο χρειάζεται για να βγεις στο φως. Και μπορεί να είναι οπουδήποτε. Να περπατά στο απέναντι πεζοδρόμιο, να τρέχει να προλάβει το λεωφορείο, να στέκεται μπροστά από μια εκκλησία, να μένει στο διπλανό διαμέρισμα, να κάθεται απέναντί σου στο βαγόνι ενός τρένου και να κοιτά τις ίδιες εικόνες να περνούν έξω από το παράθυρο.
*Το ποστ μετά από πρόσκληση της Γιουτζίν
** Δε θα κάνω πάσα. Θα αφήσω 5 λέξεις εδώ κι όποιος θέλει ας φτιάξει μια ιστορία.
Αστερίας, αερόστατο, μοιρογνωμόνιο, κλειδαριά και πάπλωμα.
10 comments:
O Aστερίας, ένα τολμηρό αγόρι θέλησε να δει το ξεχασμένο του αστέρι, αυτό που είδαν οι γονείς του και τον ονοματίσανε έτσι. Έφτιαξε ένα αερόστατο από ξεχασμένα αδιάβροχα και σκισμένες από τον αέρα ομπρέλες και έβαλε κάτω τον χάρτη. Με το παιδικό του μοιρογνωμόνιο βρήκε την γωνία που χρειαζότανε να ακολουθήσει για να βρει το αστέρι του, μα δεν κατάφερε να πετάξει. Έτσι, χώθηκε κάτω από το πάπλωμα, μπας κι έρθει τ΄αστέρι του στα όνειρά του, που καιρό τώρα τους είχε βάλει μια μεγάλη κλειδαριά. Εκείνο το βράδυ, τ΄αστέρι του ήρθε κι έμεινε για πάντα στην ξεκλείδωτη πια ψυχή του.
Σοφάκι άσε το μοιρογνωμόνιό μου κάτω! Είδες για να μην κάνω τίποτα απόψε, έπαιξα με τις λέξεις σου.
Γεία σου ρε Σοφάκι...
Το καλοκαίρι μάζεψα έναν αστερία για να τον βλέπω κάθε φορά που η καρδιά μου φούσκωνε σαν αερόσταστο από τις σκέψεις και που με ένα νοητό μοιρογνωμόνιο τις έβγαζα 180 μοίρες. Σκέψεις που παρόλο την κλειδαριά που τους έβαζα στο νου για να μην ξεφεύγουν, εκείνες χώθηκαν μέσα στον αστερία. Τότε είδα ένα υγρό να κυλάει πανω στο πάπλωμα, ο αστερίας έκλαιγε τις σκέψεις μου.
*version 2 πολύ καλημέρα σας.
Πώς τις ταίριαξες τόσο φυσικά τις λέξεις, ε;
Μπονζούρ Σοφία :-)
*globalaki, να σου δώσω λέξεις να φτιάξεις κι άλλες τέτοιες όμορφες ιστορίες? ε?
*Λυκάκι, καλησπέρα :)
*Γιουτζίν, μπονζουρ!! :))
Ο Αστερίας, ένα τραγουδιάρης στα μπουζούκια στους πρόποδες της Πάρνηθας, φορούσε κάθε βράδυ ένα κοντομάνικο μ΄ένα αερόστατο στο στέρνο. Οι μουσικοί τον κοροιδεύανε, αυτός έλεγε "ρε μαλάκες αφήστε με να πετάω όταν το λαλάω". Μια νύχτα, βγάζοντας το μπλουζάκι του είδε ένα σκίσιμο κάτω από την μασχάλη, ένα σκίσιμο που αν είχες μοιρογνωμόνιο το έβγαζες κάπου στις 90 μοίρες. Για μόστρα λοιπόν, πήρε ένα λουκετάκι, από αυτά που κλειδώνεις τα ημερολόγια ή ακόμα τις βαλίτσες και το πέρασε στα δύο σημεία που είχε σκιστεί η μπλούζα του. Έτσι, κάθε βράδυ όταν τον κοροιδεύανε για το αερόστατό του, αυτός σήκωνε τη μασχάλη κι έλεγε: "άι κοιμηθείτε ρε μαντραχαλήδες, ο καθένας σας στο μοναχικό του πάπλωμα. Εγώ είμαι ατρόμητος, η κλειδαριά μου από ξω σας κρατάει ρε".
oloi nomizan tha itan mia mera san tis alles.. apli, bareti, me 24 wres.. "den tha kaneis da kai ton gyro tou kosmou se 80 meres, opws ekeinoi sto paramithi.. ksereis, oi treloi me to aerostato.." Mallon eixe dikio. Egw xreiazomoun tosi dinami gia na apofasisw na zisw, pou de mou emene alli para mono gia na petaksw me dyskolia to paplwma kai na ntythw.. Ekeini ti mera omws to eixa parei apofasi! to iksera oti tha ta kataferw.. pane xronia apo tote pou ekleisa to syrtari, i kleidaria paraponethike trizwntas gia tin monaksia tis.. ti na tis kanw? den ftaiw egw gia tin moira tis.iswn na tin ladwsw na glystraei pio apala to kleidi stis pliges tis.
Ola mesa, akoma, opws tote, opws ta thimomoun. ligo pio megala sto myalo mou, ligo pio mikri imoun kai egw tote,ligo pio adynama na me pligwsoun.. to moirognwmonio apo to gymnasio, thimasai?? mazi sto idio thranio tote, ta prwta klamata, ta prwta filia.. Kai meta liga xronia kai oi prwtes diakopes mazi, xwris goneis kai eksoxika, mono emeis kai o olos kosmos. Tote ton eixame olo sta podia mas. Opws ekeini ti mera ton mikro asteria stin ammo.. dikos mas, sta podia mas.. twra omws pethane, kserathike, zarwse, marathike. Kai apo tin paralia mpike sto syrtari.O asterias, kai o kosmos mas.
πανεμορφο..φιλια..
:))
Post a Comment